- οστεοψαθύρωση
- ηιατρ. η ατελής οστεογένεση, κληρονομική νόσος τής νηπιακής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από ευθραυστότητα τών οστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteopsathyrosis < ὀστέον / ὀστοῦν + ψαθυρός «αυτός που τρίβεται εύκολα, εύθρυπτος». Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοψαθύρωσις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.